- ψυθίζω
- Α1. ψιθυρίζω, μουρμουρίζω2. (το αρσ. μτχ. γεν. πληθ. μέσ. ενεστ.) ψυθιζομένων(κατά τον Ησύχ.) «γογγυζόντων».[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* (πρβλ. ψύθος), με δασεία οδοντική παρέκταση -θ- (πρβλ. ψιθυρίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.